Ομιλία του Δημάρχου Αγίων Αναργύρων – Καματερού, Νίκου Σαράντη στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση της Π.Ε.Δ.Α. με θέμα το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι».

Το σχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Εσωτερικών επικεντρώνεται κυρίως στην αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Πολλά και κρίσιμα θέματα που απασχολούν την Αυτοδιοίκηση όπως η καλύτερη αποσαφήνιση της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικής διοίκησης και βαθμών της Αυτοδιοίκησης ή τα Οικονομικά παραπέμπονται σε μελλοντικές μεταρρυθμίσεις και επιτροπές. Υπάρχουν οι διατάξεις για τον Ελεγκτή Νομιμότητας και κάποιες άλλες ρυθμίσεις αλλά αντικειμενικά, με επιλογή του Υπουργείου, ο διάλογος θα επικεντρωθεί στο εκλογικό σύστημα.

Η θέση μας την οποία έχουμε εκφράσει τόσο σε συνεδριάσεις της ΠΕΔ Αττικής όσο και στα συνέδρια της ΚΕΔΕ, ήταν να περάσουμε σε ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα το οποίο όμως να διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα των Δήμων.

Να κάναμε δηλαδή σήμερα ένα σημαντικό πρώτο βήμα και να αξιολογήσουμε την υλοποίηση του στο τέλος της προσεχούς τετραετίας. Παράλληλα να συμπεριληφθούν στο Νόμο αναγκαίες και ώριμες θεσμικές αλλαγές πέραν του εκλογικού συστήματος για τις οποίες έχει εμπεριστατωμένες προτάσεις η Αυτοδιοίκηση. Και μέσα από μια σωστά οργανωμένη διαβούλευση επί του τελικού κειμένου σχεδίου Νόμου

να φτάναμε στην επίτευξη συναίνεσης και στην ψήφιση από τη Βουλή.

Η άποψη αυτή η οποία ήταν κοινή με πάρα πολλούς συναδέλφους αιρετούς της Αυτοδιοίκησης δεν εισακούστηκε από την κυβέρνηση.

Με τον τρόπο αυτό κινδυνεύουμε όλοι μαζί, Υπουργείο και Δήμοι, να χάσουμε μια μεγάλη ευκαιρία για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Την ευκαιρία να συζητήσουμε σοβαρά και να υλοποιήσουμε σημαντικές αλλαγές σε μια σειρά θέματα που έχουν ωριμάσει στην κοινωνία.

Την οικονομική ανεξαρτησία των Δήμων στην προοπτική της φορολογικής αποκέντρωσης και την αξιοποίηση από τους ίδιους της Δημοτικής περιουσίας. Στο ενδιάμεσο να αποκατασταθούν οι ΚΑΠ στο προβλεπόμενο επίπεδο.

Την επεξεργασία κριτηρίων κατανομής των ΚΑΠ βάση της κατηγοριοποίησης των Δήμων που θα συμπεριλαμβάνουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των μητροπολιτικών Δήμων (πολεοδομική και περιβαλλοντική επιβάρυνση, αυξημένες ανάγκες άσκησης κοινωνικής πολιτικής).

Την αύξηση των αρμοδιοτήτων της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης για την ανάπτυξη, την αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων αλλά και την προσέλκυση επενδύσεων. Να κατοχυρωθεί θεσμικά η συμμετοχή των Περιφερειών και των Δήμων στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την εφαρμογή των Προγραμμάτων Περιφερειακής και Τοπικής Ανάπτυξης.

Την διασφάλιση της Διοικητικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ. Την απογραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών ελέγχου μας και έγκρισης των αποφάσεων μας με την καθιέρωση ενός μόνον διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Αυτοδιοίκησης. Να εισαχθούν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου στους ΟΤΑ.

Την κατάργηση των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους στην Αυτοδιοίκηση ή για όσες υπάρχει συνταγματικό κώλυμα απευθείας στο Υπουργείο.

Την καλύτερη κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Πρώτου και Δεύτερου Βαθμού.

Την ενίσχυση της Κοινωνικής Πολιτικής με μεταφορά πόρων και αρμοδιοτήτων στους Δήμους. Την επίλυση των προβλημάτων λειτουργίας Δομών όπως το Βοήθεια στο Σπίτι. Την στήριξη με πόρους των Κοινωνικών Ιατρείων, Κοινωνικών Φροντιστηρίων κλπ.

Την κάλυψη των κενών στους Δήμους με μόνιμο προσωπικό.

Όχι μόνον θα χάσουμε ως Αυτοδιοίκηση αυτή την ευκαιρία αλλά θα μπούμε και σε περιπέτειες. Η έλλειψη έστω και οριακής πλειοψηφίας από την παράταξη που τελικά εκλέγει τον Δήμαρχο σε περίπτωση δεύτερου γύρου, που είναι και η πιο συνηθισμένη, δημιουργεί την πιθανότητα αδυναμίας λήψης αποφάσεων στα δημοτικά συμβούλια. Μια τέτοια εξέλιξη δεν ενδυναμώνει αλλά αντίθετα αποδυναμώνει τα Δημοτικά Συμβούλια και αντικειμενικά θα μετατρέψει το σύστημα σε δημαρχοκεντρικό.

Γιατί ο Δήμαρχος θα εξακολουθεί να διαθέτει την νομιμοποίηση που πηγάζει από την εκλογή του στον δεύτερο γύρο με την απόλυτη πλειοψηφία των δημοτων. Οπότε με διάφορους τρόπους η τελική λήψη των αποφάσεων θα μεταφέρεται σε αυτόν, έστω και με τη μορφή προσωρινών μέτρων για να μην ανασταλεί η λειτουργία του Δήμου.

Αν υπάρχει στην νομοθετική εξουσία η επιλογή η Διοίκηση του Δήμου να ασκείται κυρίαρχα

από την συνεννόηση παρατάξεων που αθροιστικά πλειοωηφούν στον πρώτο γύρο, το λογικά συνεπές θα ήταν να καθιερώσει την έμμεση εκλογή Δημάρχου από το Δημοτικό Συμβούλιο. Και η πλειοψηφία που εκλέγει Δήμαρχο να αναλαμβάνει και την ευθύνη της Διοίκησης συνολικά.

Στο σημείο αυτό είναι λαθεμένη και η σύγκριση του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής όπως θα εφαρμοστεί στη Βουλή με το εκλογικό σύστημα στην Αυτοδιοίκηση. Γιατί η Βουλή εκλέγει τον Πρωθυπουργό. Δεν εκλέγεται αυτός άμεσα από το λαό και μετά προσπαθεί να συγκροτήσει πλειοψηφία. Και όλοι αντιλαμβάνονται πόσο μη λειτουργικό θα ήταν αυτό το σύστημα, αν Πρωθυπουργός αναλάμβανε υποχρεωτικά και για όλη την τετραετία ο επικεφαλής του πρώτου κόμματος όποιο ποσοστό και αν έχει και μετά έπρεπε να σχηματίσει πλειοψηφία χωρίς καν να μπορεί να προκηρύξει εκλογές σε περίπτωση αδιεξόδου. Γιατί λοιπόν να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα στην Αυτοδιοίκηση;

Μια πιθανή αδυναμία λειτουργίας του Δημοτικού Συμβουλίου δεν αφορά μόνον την υλοποίηση του έργου που περιλαμβάνει στο πρόγραμμα του ο Δήμαρχος. Κάποιοι που δεν έχουν μεγάλη εμπειρία από την Αυτοδιοίκηση μπορεί να νομίζουν αυτό και να μην το θεωρούν σημαντικό πρόβλημα. Όμως οι Δήμοι έχουν μια σειρά αρμοδιότητες που έχουν μεταβιβαστεί από την κεντρική εξουσία και οι οποίες αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών. Η ομαλή εκτέλεση τους απαιτεί αποφάσεις από το ΔΣ για τον Προϋπολογισμό και μια σειρά άλλες εκτελεστικές ρυθμίσεις. Όπως είναι γνωστό, ακόμη και η μισθοδοσία των εργαζόμενων εξαρτάται από την ψήφιση του Προϋπολογισμού. Όπως βέβαια και λειτουργίες όπως η Κοινωνική Πολιτική, οι Παδικοί Σταθμοί, η καθαριότητα κλπ.

Παρά το ότι είμαστε βέβαιοι ότι δεν είναι στις προθέσεις του Υπουργείου, μια αδυναμία της Αυτοδιοίκησης να ανταποκριθεί σε αυτές τις κοινωφελείς λειτουργίες της λόγω μη δυνατότητας αποφάσεων από τα ΔΣ, υπονομεύει και τον δημόσιο χαρακτήρα αυτών των λειτουργιών. Αν η δημόσια διοίκηση αποτυγχάνει, δημιουργείται χώρος για την ιδιωτικοποίηση με όρους και αποτελέσματα που δεν είναι σε όφελος των πολιτών.

Η επιδίωξη ευρύτερων συναινέσεων στο πλαίσιο του Δημοτικού Συμβουλίου είναι ένας σωστός στόχος. Αλλά οι συναινέσεις δεν διασφαλίζονται εξαναγκαστικά, υπό την απειλή παράλυσης του Δήμου.

Ακόμη περισσότερο όμως πρέπει να είναι ξεκάθαρη η διάκριση ανάμεσα στις συμφωνίες και συναινέσεις πάνω σε κοινό πρόγραμμα και αρχές και στην επίτευξη πλειοψηφίας μέσω παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων. Στην κατεύθυνση αυτή δυστυχώς μπορεί να οδηγήσει η πρόβλεψη του σχεδίου Νόμου για ορισμό των Αντιδημάρχων από τον Δήμαρχο χωρίς να προέρχονται υποχρεωτικά από την παράταξη του. Γιατί είναι ξεκάθαρη η σύνδεση ανάμεσα στην ανάγκη διαμόρφωσης πλειοψηφίας στο Δημοτικό Συμβούλιο και στην επιλογή των Αντιδημάρχων. Σύνδεση που πραγματικά μας απογοητεύει, είναι σαν μια θεσμική επιβράβευση των παραταξιακών συναλλαγών. Ποιά μεγάλη ή μικρή, ακόμη και μονοπρόσωπη, παράταξη στο Δημοτικό Συμβούλιο θα δεχτεί να συμβάλλει στον σχηματισμό πλειοψηφίας χωρίς να πάρει μια θέση Αντιδημάρχου;

Και πάλι υπήρχε άλλος δρόμος για τις συναινέσεις. Ας επιτρεπόταν ο ορισμός Αντιδημάρχων ανεξαρτήτως παράταξης σε ένα εκλογικό σύστημα με το οποίο υπάρχει πλειοψηφία της παράταξης που εκλέγει τον Δήμαρχο. Οπότε μια πολιτική συμφωνία δυο παρατάξεων πάνω σε προγραμματικούς στόχους θα μπορούσε να εκφραστεί και στο επίπεδο της Διοίκησης του Δήμου, χωρίς να υπάρχει υπόνοια συναλλαγής για την δημιουργία πλειοψηφίας.

Η έλλειψη κάθε ορίου για την εκλογή Δημοτικού Συμβούλου, τη στιγμή που στο συνδικαλισμό ισχύει το όριο του ακέραιου εκλογικού μέτρου και στη Βουλή το 3% θα επιτρέψει την εκλογή στο ΔΣ ακόμη και πολύ μικρών στην αποδοχή των πολιτών παρατάξεων.

Ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο όμως προωθεί τις συνεργασίες και συναινέσεις ή τις αποδυναμώνει κάνοντας εφικτή την εκλογή ακόμη και συνδυασμών που θα συγκροτηθούν σε απολύτως προσωπική βάση; Η πιθανότητα ενός κατακερματισμού υποψηφιοτήτων στις τοπικές κοινωνίες είναι μεγάλη και η σύνθεση στη συνέχεια μέσα στο ΔΣ θα πρέπει να λάβει υπόψη της όχι μόνον πολιτικούς – προγραμματικούς αλλά και προσωπικούς παράγοντες. Αυτό δεν αποτελεί πρόοδο αλλά οπισθοδρόμηση.

Συνολικά πρόκειται για μια διαδικασία που θα φθείρει το κύρος της Αυτοδιοίκησης, απειλεί να δημιουργήσει την εικόνα ενός εσμού τοπικών παραγόντων που διαγωνίζονται για μερίδια τοπικής εξουσίας. Σε μια εποχή που το κύρος όλων των Θεσμών έχει υπονομευθεί στη χώρα μας σύμφωνα με κάθε μέτρηση της κοινής γνώμης, είναι ακατανόητη η στόχευση να προκληθούν νέες τριβές και η παραπέρα απαξίωση τους.

Η διαφωνία με το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα δεν σημαίνει υποχρεωτικά την πλήρη αποδοχή του υπάρχοντος. Όπως ήδη τονίσαμε, ένα σύστημα απλής αναλογικής που δίνει μεγαλύτερη δυνατότητα εκπροσώπησης στις παρατάξεις, πχ απλή αναλογική με μπόνους 20% και πλαφόν, έχει φανεί ότι συγκεντρώνει την αποδοχή μεγάλου μέρους των αιρετών. Αλλά ο πιεστικός, χωρίς συζήτηση εναλλακτικών προτάσεων τρόπος με τον οποίο προωθείται η συγκεκριμένη πρόταση από την πλευρά του Υπουργείου δημιουργεί αυτή την αντιπαράθεση υπάρχοντος και προτεινόμενου συστήματος.

Η διαδικασία εκλογής του Δημάρχου δεν αλλάζει καθόλου με το προτεινόμενο σύστημα.

Και οι αρμοδιότητες του όπως είπαμε σε περίπτωση αδυναμίας λειτουργίας των Δημοτικών Συμβουλίων αντικειμενικά θα διευρυνθούν. Δεν είναι λοιπόν το προσωπικό συμφέρον που παρακινεί τους αιρετούς της Αυτοδιοίκησης σε ενστάσεις για το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα αλλά η πραγματική αγωνία για το μέλλον του Θεσμού.

Πιστεύουμε λοιπόν ότι το Υπουργείο πρέπει να επανεξετάσει τα δεδομένα. Η στάση της Αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη. Για εμάς το νομοσχέδιο αυτό ως έχει δεν αποτελεί βάση για συζήτηση. Είναι ένα νομοσχέδιο που δημιουργεί ένα σωρό προβλήματα στην Αυτοδιοίκηση.

Θεωρούμε ότι πρέπει να ξεκινήσει διάλογος ο οποίος θα λύνει πρώτα τα ουσιαστικά προβλήματα της Αυτοδιοίκησης.”

 

Μοιράσου την σελίδα